- δίστομος
- -η, ο (AM δίστομος, -ον)(για μαχαίρια και άλλα αιχμηρά όργανα) αυτός που έχει δύο κόψεις, δίκοποςαρχ.(για σπήλαια, ποταμούς κ.λπ.) εκείνος που έχει δύο στόμιανεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο δίστομοςσύνθετο ρόδινο ασκίδιο που ζει προσκολλημένο σε πέτρες, φύκια και υδρόζωα2. το ουδ. ως ουσ. το δίστομοπαρασιτικό σκουλήκι τής οικογένειας τών διστομιδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -στομος < στόμα].
Dictionary of Greek. 2013.